Με τον Αχιλλέα δουλεύαμε μαζί , σε κάποια από τις πολλές δουλειές που έκανα σαν φοιτητής, στη μικρή επαρχιακή πόλη που με έστειλε ένα λάθος στη συμπλήρωση του μηχανογραφικού. Ξεχώριζε από μακριά. Ψηλόλιγνος , με φουντωτά σγουρά μαλλιά και κατακόκκινα μάγουλα. Είχε τη φήμη του νευρικού τύπου, αλλά για κάποιο λόγο εμένα με συμπάθησε. Είχε την κακιά συνήθεια πρώτα να χτυπάει και μετά να θυμώνει. Τελευταίο του θύμα, ήταν το προηγούμενο αφεντικό του. Δούλευε σε ένα λαμαρινάδικο. Μια μέρα ο μάστορας άρχισε να μουρμουρίζει για το πόσο κακομαθημένοι είναι οι σημερινοί νέοι, που τα βρίσκουν όλα έτοιμα και κοιμούνται όλη μέρα κτλ . Δύο φορές του είπε ο Αχιλλέας πως δεν είναι όλοι έτσι. Πως υπάρχουν και εξαιρέσεις και γι’ αυτό καλό θα ήταν να μην γενικεύει και να πάει επιτέλους να φέρει μπογιές να τελειώνουν το φτερό που περίμενε να βαφτεί. Την τρίτη φορά που επέμεινε ο μάστορας, απλά τον κουτούλησε. Έμεινε άβαφο και το φτερό.
Σύντομα αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και εκτός δουλειάς. Εγώ είχα εκείνο τον καιρό ένα γαλλικό σαράβαλο κι ο Αχιλλέας μια δίλιτρη Giulia. Όταν τελειώναμε από την δουλειά, παίρναμε τα αυτοκίνητα και αλωνίζαμε παλιές ειδικές , είχε κάμποσες η περιοχή. Αντιλαλούσαν τα βουνά από την εξάτμιση του Γάλλου και τα ξώφιλτρα καρμπυρατέρ της Ιταλίδας. Την Giulia την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Όσο ζούσε ο μακαρίτης, κουβαλούσε μ’ αυτήν λιπάσματα και φυτοφάρμακα για τα χωράφια. Με το που την πήρε στα χέρια του ο Αχιλλέας, κλείστηκε για ένα μήνα στο συνεργείο που είχε ένας ξάδερφός του. Με τα ταπεράκια πηγαινοερχόταν η καημένη η μάνα του, «να τρώει κάτι το παιδί, μην πάθει τίποτα όλη μέρα στο γκαράζ». Ο ξάδερφος και ιδιοκτήτης του συνεργείου, κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Ουρά έκαναν τα αγροτικά και οι Κορόλλες που περιμέναν για λάδια, μπουζί , αφού ο Αχιλλέας είχε μονίμως μια ράμπα πιασμένη. Όταν με το καλό τελείωσε, φήμες λένε πως ο ξάδερφος πήγε για προσκύνημα στην Τήνο.
Στα δικά μου μάτια η Alfa του Αχιλλέα ήταν σε άριστη κατάσταση. Στα δικά του πάλι πάντα κάτι έλειπε. Θυμάμαι μια φορά επιστρέφαμε από κάποια ανάβαση, κάπου κοντά στην Πάτρα. Δουλεύαμε μέχρι αργά το βράδυ την προηγούμενη, είχαμε κοιμηθεί σκάρτα δυο ώρες, μας έκαψε ο ήλιος όλη μέρα πάνω στο βουνό και λίγο πριν φτάσουμε σπίτια μας, ο Αχιλλέας σταμάτησε για να αλλάξει ζιγκλέρ, γιατί λέει του φαινόταν πως το μοτέρ είχε ψοφήσει στα χαμηλά. Το καλοκαίρι ο ξάδερφος με το συνεργείο έφυγε για διακοπές, δυο βδομάδες. Τον ίδιο καιρό ο Αχιλλέας, βρήκε κι αγόρασε μια παλιά Motο Guzzi, με μεγάλη ίσια σέλα κι ένα ζευγάρι ελεύθερες εξατμίσεις που έτσι κι έβαζε μπροστά, ακουγόταν μέχρι το Mandello del Lario. Παράτησα εγώ την εξεταστική, ξαναφορτώθηκε η μάνα του Αχιλλέα τα ταπεράκια, αγόραζα κάτι σουβλάκια και μπύρες για συμπλήρωμα και κλειστήκαμε στο συνεργείο. Μόνο έναν παππού μ’ ένα κίτρινο datsun εξυπηρετήσαμε, αλλάξαμε λάδια κι εγώ φύσηξα το φίλτρο αέρα. Όταν γύρισε ο ξάδερφος από τις διακοπές είχαμε τελειώσει. Εγώ αλώνιζα σε κάποιο νησί κι ο Αχιλλέας είχε πάρει την moto guzzi και το αίσθημα και έκανε διακοπές στο Πήλιο. Την ηρεμία των διακοπών μου τάραξε ένα τηλεφώνημα από τον ξάδερφο του Αχιλλέα που ήθελε να μάθει γιατί ο παππούς με το κίτρινο datsun είχε βρει ένα ξυλάκι από σουβλάκι μέσα στο φιλτροκούτι. Δεν έδωσα σημασία, το ίδιο και ο Αχιλλέας. Μετά τις διακοπές, ξαναρχίσαμε τις βόλτες. Δανειζόμουν μια άθλια vespa που είχε παρατήσει ένας γείτονας και γυρνούσαμε όλο το βράδυ. Ακόμα πρέπει να έχουν εφιάλτες όσοι άκουσαν τον Αχιλλέα να περνάει τέρμα γκάζι μέσα από τα στενά. Σταματούσαμε μόνο όταν μέναμε από βενζίνη ή έμενε η vespa, πιο συχνά το δεύτερο.
Για ένα φεγγάρι χαθήκαμε.Εγώ τα μάζεψα κι έφυγα. Μιλούσαμε για χρόνια πολλά στις γιορτές. Μετά από λίγο το ξεχάσαμε κι αυτό. Τον ξαναβρήκα μετά από χρόνια εντελώς τυχαία. Κάποια υποχρέωση με έφερε στην πόλη του Αχιλλέα. Τη θέση του γαλλικού σαράβαλου είχε πάρει ένα άλλο γαλλικό, χειρότερο σαράβαλο. Χαράματα ακόμα, στην είσοδο της πόλης, το μοτέρ αποφάσισε πως δεν θέλει να δουλεύει άλλο. Με τη φόρα που είχα σταμάτησα μπροστά σε μια ταβέρνα . Μαθημένος με τους λύκους μια ζωή, κατέβηκα κι άνοιξα το καπώ να δω τι φταίει. Όπως ήμουν σκυμμένος και μουρμούριζα ότι βρισιά ήξερα στα Ελληνικά και στα Γαλλικά , άκουσα μια γνώριμη φωνή να με φωνάζει. Σχεδόν κοπάνησα το κεφάλι στο ανοιχτό καπώ από την έκπληξη. Γύρισα και είδα τον Αχιλλέα να μου χαμογελάει από την πόρτα της ταβέρνας. Παράτησα το χαλασμένο αυτοκίνητο και πήγα να τον χαιρετήσω.
Κέρασε καφέ, κέρασα τσιγάρο και κάτσαμε να τα πούμε. Θυμηθήκαμε φίλους, γνωστούς και συναδέλφους.Είχε κληρονομήσει την ταβέρνα από κάποιον θείο του. Προσπάθησε να την πουλήσει αλλά κανείς δεν βρισκόταν να την αγοράσει. Αποφάσισε λοιπόν να τη δουλέψει ο ίδιος. Με έπιασαν τα γέλια μόνο στη σκέψη. Ο Αχιλλέας που πρώτα βάραγε και μετά θύμωνε, να ψήνει σουβλάκια και μπριζόλες και να ανέχεται τις παραξενιές των πελατών. Κρίμα που δεν είχα χρόνο να κάτσω μέχρι το μεσημέρι που άνοιγε, να απολαύσω το θέαμα. Πήρα τηλέφωνο ένα μάστορα που ήξερα από παλιά. Ευτυχώς δούλευε ακόμα. Πριν ανέβω στο φορτηγό της οδικής, με πήρε από το χέρι και με πήγε πίσω από την ταβέρνα. Σε μια γωνιά πήρε το μάτι μου τη γνώριμη φιγούρα της Giulia και από δίπλα στηριγμένη τη Moto Guzzi. «Τα ‘χεις ακόμα ρε θηρίο ;» τον ρώτησα. «Γεράσαμε αλλά μυαλό δεν βάλαμε φιλαράκι», μου απάντησε. «Ακόμα τριγυρνάω τα βράδια. Φοράω το δερμάτινο, νταξ ζορίζεται λίγο στο κούμπωμα και γυρνάω όλη νύχτα σαν την άδικη κατάρα. Σπρώχνοντας το ανεβάζω στην ανηφόρα στο σπίτι για να μην ξυπνήσω την μάνα μου. Να περάσεις ρε να τη δεις. Σε πεθύμησε. Κι εγώ σε πεθύμησα…» Άναψα τσιγάρο. «Θα περάσω ρε φιλαράκι. Δώσε τώρα χαιρετίσματα εσύ και θα ξανάρθω…» είπα ψέμματα. Το ήξερα πως δεν θα πήγαινα. Το ήξερε και ο Αχιλλέας.
Ανέβηκα στο φορτηγό της οδικής που περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. Τον χαιρέτησα χωρίς να κατεβάσω το παράθυρο. Στο συνεργείο, πήγα να πάρω ένα γερμανοπολύγωνο που ζήτησε ο μάστορας. Όπως το έπιασα, μια φωτογραφία τράβηξε το βλέμμα μου, κρυμμένη πίσω από κλειδιά που στηριζόταν στον τοίχο. Παραμέρισα τα κλειδιά και πήρα στα χέρια μου την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Έδειχνε μια GTA να στρίβει με τον εσωτερικό τροχό σηκωμένο στον αέρα. Ο μάστορας με είδε και χαμογέλασε με νόημα.
Το ίδιο βράδυ πήρα τηλέφωνο έναν κοινό γνωστό. Μού είπε πως τις πρώτες μέρες που άνοιξε την ψησταριά, πήγε ο γέρος με το datsun να πάρει σουβλάκια. Θυμήθηκε τον Αχιλλέα κι άρχισε να λέει για τότε που βρήκε στο καρμπυρατέρ το σουβλάκι. Ο Αχιλλέα προσπάθησε να μη δώσει σημασία. Ο γέρος όμως επέμενε. Ξαφνικά βουτάει ο Αχιλλέας τον γέρο από το χέρι, βουτάει και 3 σουβλάκια και τον βγάζει στο πάρκινγκ. Τον βάζει κι ανοίγει το καπώ. Ορμάει και ξηλώνει το φιλτροκούτι. Κοιτάει το γέρο που είχε μείνει άγαλμα από τη σαστιμάρα. Παίρνει και χώνει τα 3 σουβλάκια μέσα στο καρμπυρατέρ. Όπως φεύγει να μπει και πάλι μέσα στο μαγαζί, γυρνάει και λέει στον αποσβολωμένο γέρο : «Μάστορα, αυτά τα κερνάει το μαγαζί. Έτσι για τα καλορίζικα…»
ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ