Maserati Quattroporte – Η ιστορία μέχρι σήμερα….

Είναι πολλοί αυτοί που δυσανασχετούν με την ύπαρξη μιας τετράθυρης, και πελώριας, Maserati. Θεωρούν ότι σαν γνήσια σπορ φίρμα δεν θα έπρεπε να ασχολείται με τεράστια τετράπορτα αυτοκίνητα που δεν πρόκειται να δουν ποτέ την χαρά της υπερστροφής ισχύος, εκτός και αν ο σοφέρ δεν την πάρει κρυφά από το αφεντικό….

Όλα ξεκίνησαν λοιπόν το 1963, ήταν η εποχή της μεγάλης οικονομικής ανάκαμψης και η Ευρώπη προσπαθούσε να ξεχάσει τον 2ο ΠΠ και ξαναχτιζόταν. Οι πλούσιοι επιχειρηματίες της εποχής αγόραζαν μεγάλα και πολυτελή κουπέ για να πραγματοποιούν με άνεση τα μακρινά τους ταξίδια στις ολοκαίνουργιες autostrade, autobahn και autoroute και οι Ferrari, Maserati και Aston Martin ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμες να τους εξυπηρετήσουν.
Υπήρχε όμως ένα κενό στην αγορά, καθώς μεγάλες και δυνατές μπερλίνες που να μπορούν να διασχίσουν όλη την Ευρώπη με 200 χλμ/ώρα έφτιαχναν μόνο οι Jaguar, Lancia και Mercedes αλλά καμία τους δεν είχε ιδιαίτερα σπορ στοιχεία, μέχρι που η Maserati ετοίμασε, για το Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τορίνο του 1963, το πρωτότυπο μιας σπορ λιμουζίνας που έμελλε να ταράξει τα νερά.

Η Maserati Quattroporte, σχεδιασμένη από τον Pietro Frua υπό τον εσωτερικό κωδικό ‘progetto AM107’, βασιζόταν σε ένα τροποποιημένο πάτωμα της 3500GT και έκανε μεγάλη εντύπωση χάρη στο πολύ άνετο και προσεγμένο σαλόνι αλλά και στον κινητήρα των 4.2 λίτρων και 265 ίππων που της επέτρεπε να ταξιδεύει με 230 χλμ/ώρα ενώ η σπορ ανάρτηση και τα δισκόφρενα σε όλους τους τροχούς εξασφάλιζαν κορυφαία συμπεριφορά. Η επιτυχία ήταν άμεση και αναπάντεχη και, παρά την πολύ υψηλή τιμή πώλησης για τα δεδομένα της εποχής, οι παραγγελίες από αστέρες του κινηματογράφου αλλά και αρχηγούς κρατών και γαλαζοαίματους έφταναν σωρηδόν. Εξέχοντες πελάτες της Maserati ήταν οι Aga Khan, που μάλιστα είχε παραγγείλει 2, ο Πρίγκηπας Ranieri του Μονακό, ο Marcello Mastroianni, η Virna Lisi και ο Peter Ustinov ενώ ακόμα και ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας Leonid Breznev δεν κατάφερε να αντισταθεί στην γοητεία της μεγάλης Maserati. Η καριέρα της συνεχίστηκε μέχρι το 1970 ενώ δύο χρόνια πριν ο κινητήρας της ανέβηκε στα 4,7 λίτρα με απόδοση 295 ίππων

Το 1974 η Maserati πήρε το ok από την Citroen, που το 1968 είχε αγοράσει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Ιταλικής φίρμας, να εξελίξει μια νέα Quattroporte II (AM123) για να την παρουσιάσει στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Παρισιού. Δυστυχώς τότε ήταν που οι τεχνικοί της Maserati άκουσαν για πρώτη φορά λέξεις όπως ‘οικονομία κλίμακας’ και ‘κοινό δάπεδο’ και έτσι το σχέδιο που προέκυψε ουδεμία σχέση είχε με αυτό που θα περίμενε κάποιος από τον Οίκο της τρίαινας καθώς θύμιζε περισσότερο ένα μεγάλο Peugeot, που στο μεταξύ είχε αγοράσει την Citroen, αλλά κυρίως ήταν προσθιοκίνητη! Το μόνο πράγμα πάνω στο αυτοκίνητο που ήταν 100% Maserati ήταν ο V6 κινητήρας των 3 λίτρων και απόδοσης 210 ίππων που κινούσε και την Citroen SM. Ευτυχώς παρήχθησαν μόνο 13 αυτοκίνητα για τις δημοσιογραφικές παρουσιάσεις και για διαφημιστικούς λόγους, αφού πριν την έναρξη της κανονικής παραγωγής η Peugeot κατάργησε το σχέδιο σκεπτόμενη, μάλλον ορθά, ότι θα επρόκειτο για μια οικονομική καταστροφή. Τελικά 7 αυτοκίνητα παρήχθησαν με προδιαγραφές Citroen, δηλαδή με πιο μαλακές αναρτήσεις αλλά και τις μονοκόμματες ζάντες της Citroen DS και άλλα 6 με πιο σπορ στοιχεία όπως σφιχτότερη ανάρτηση, μπλοκέ διαφορικό και ζάντες αλουμινίου, όταν τη διοίκηση της φίρμας ανέλαβε για λογαριασμό της Benelli ο γνωστός Alejandro DeTomaso, που πρόλαβε να την εξαγοράσει από τους Γάλλους την καταστρέψουν εντελώς.

Σήμερα πιστεύεται ότι σώζονται μόνο 5 αυτοκίνητα παγκοσμίως και έχουν τεράστια συλλεκτική (αλλά μάλλον όχι χρηματική) αξία.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η Benelli θεώρησε ότι η Maserati άξιζε την επιστροφή στα μεγάλα Σαλόνια και προχώρησε σε σημαντικές επενδύσεις ώστε να καταστεί και πάλι ανταγωνιστική. Αιχμή του δόρατος θα ήταν η Quattroporte III (AM330) που παρουσιάστηκε το 1979. Σχεδιασμένη από την Italdesign, η νέα Quattroporte ήταν σίγουρα πιο εντυπωσιακή από την άτυχη προκάτοχο της και επανέφερε την μεγάλη μάσκα, τις χρωμιομένες λεπτομέρειες και τα διπλά μπροστινά φανάρια που θύμιζαν την πρώτη γενιά.
Η μετάδοση επέστρεψε στον σωστό άξονα και την κίνηση έδινε ένας νέος V8 σε δύο εκδόσεις 4,2 και 4,9 λίτρων και απόδοσης 255 και 280 ίππων. Το σαλόνι ήταν υπερπολυτελές με ακριβά δέρματα, παχιές μοκέτες και όλες τις ηλεκτρικές ευκολίες που θα συναντούσαμε τρεις δεκαετίες αργότερα στα δικά μας μεσαία αυτοκίνητα. Την επόμενη χρονιά παρουσιάστηκε και η έκδοση Limousine με μακρύτερο μεταξόνιο και ακόμα πλουσιότερο εξοπλισμό όπως τηλεόραση με βίντεο, περιστρεφόμενο κατά 180ο πίσω κάθισμα και μίνι μπαρ με ψυγείο.

Το 1986 έγινε και μια μεγάλη ανανέωση του αυτοκινήτου που έγινε ακόμα πιο πολυτελές, απέκτησε άλλους 20 ίππους, φτάνοντας τους 300, και απέκτησε και το πρόσθετο όνομα Royale. Τελικά η τρίτη γενιά έφτασε αισίως μέχρι το 1990 και ήταν εξαιρετικά πετυχημένη αφού παράχθηκε σε πάνω από 2 χιλιάδες κομμάτια.

Το 1990 σταμάτησε η παραγωγή της Quattroporte III αλλά η Benelli αντιμετώπιζε με την σειρά της μεγάλα οικονομικά προβλήματα και έτσι δεν προχώρησε στην αντικατάσταση της, αφήνοντας την Maserati χωρίς μια μεγάλη λιμουζίνα. Τον ρόλο της προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να καλύψει η, βασισμένη στην προβληματική Biturbo, 430 που όμως ήταν σαφέστερα μικρότερη σε διαστάσεις και στερούταν των υπερπολυτελών στοιχείων που είχαν συνηθίσει οι παραδοσιακοί πελάτες.
Αυτό άλλαξε όταν το 1993 της τύχες της Maserati ανέλαβε, μέσω της Fiat, η Ferrari. Αμέσως δόθηκε η εντολή να αρχίσει ο σχεδιασμός της Quattroporte IV, που για λόγους εξοικονόμησης χρόνου βασίστηκε πάλι στο πάτωμα της Βiturbo αλλά με εκτεταμένες αλλαγές για να αντεπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις. Σε λιγότερο από ένα έτος εμφανίστηκε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τορίνο του 1994 η ολοκαίνουργια τέταρτη γενιά της Quattroporte (AM337),  και αμέσως αναγνωρίστηκε ως η πιο σπορτίφ εκδοχή του μοντέλου μέχρι τότε, καθώς οι περιορισμένες διαστάσεις της και οι μικρού κυβισμού υπετροφοδοτούμενοι κινητήρες της χάριζαν αξιοζήλευτες επιδόσεις.
Την σχεδίαση ανέλαβε ο Marcello Gandini, υπεύθυνος και για τις Lamborghini Countach και Diablo αλλά και της Maserati Shamal, και ξεχώριζε σε σχέση με την προγενέστερη γενιά χάρη, όπως είπαμε, στις μαζεμένες διαστάσεις αλλά και στο λεπτό ρύγχος και το ψηλό και κοφτό πορτ μπαγκάζ που έδιναν την ιδέα της σφήνας, ενώ τα πίσω φτερά είχαν το σχήμα κατατεθέν του Gandini με το τριγωνικό αεροδυναμικό κόψιμο.
Αρχικά προσφερόταν με 2 V6 biturbo κινητήρες 2,0 και 2,8 λίτρων με παρόμοια απόδοση, 287 και 284 ίππους, αλλά με έντονη διαφορά στην ροπή και στην ομαλότητα της απόκρισης. Η νέα Quattroporte έτυχε πολύ θερμής υποδοχής, ακόμα και στην Ελλάδα όπου η έκδοση των 2,0 λίτρων θεωρούταν κελεπούρι, χάρη στην ευελιξία της και στον εξαιρετικό κινητήρα.

Το 1996 η Ferrari έβαλε ξανά το χεράκι της και κατάργησε τον 2,0 V6 Biturbo, για χάριν του πιο ομογενούς 2.8, και πρόσθεσε έναν νέο V8 Biturbo, ο ίδιος που τοποθετήθηκε και στην 3200GT, ενώ το 1998 μαζί με μια ποιοτική αναβάθμιση στο σαλόνι με νέα υλικά και την προσθήκη ακόμα περισσότερων επιλογών εξοπλισμού, μια νέα ανάρτηση και μια νέα ρύθμιση του ABS η Quattroporte Evoluzione ήταν γεγονός.
Η έκδοση 3.2 Biturbo Evoluzione έγινε και επισήμως η ταχύτερη Quattroporte, μέχρι την έλευση της επόμενης γενιάς, καθώς είχε τελική ταχύτητα 270 χλμ/ώρα. Η παραγωγή της σταμάτησε το 2000 και αύξησε ακόμα περισσότερο το πελατολόγιο της Maserati καθώς φτιάχτηκαν 2.841 από τα οποία τα 1.197 με τον V8.

Λίγοι ξέρουν ότι η πέμπτη εκδοχή της Quattroporte (M139) παραλίγο να μην υπάρξει, αφού στην αρχή η διοίκηση του Gruppo Fiat θεώρησε ότι η εξέλιξη ενός νέου πατώματος και ενός νέου κινητήρα θα ήταν πολύ ακριβή για να δικαιολογηθεί από τις μικρές πωλήσεις ενός τόσο εξεζητημένου μοντέλου, ενώ την κατάσταση δεν βοηθούσε και η χλωμή υποδοχή του κοινού για την νέα 3200GT. Τελικά ο Luca di Montezemolo όμως, κατάφερε να πείσει την διοίκηση και εξασφάλισε τα κονδύλια για την εξέλιξη ενός νέου κορυφαίου αυτοκινήτου. Κάποιοι την αποκαλούν Ferrari Quattroporte, και αυτό γιατί η εξέλιξη του αυτοκινήτου έγινε εξ’ ολοκλήρου στο Maranello και η Maserati αρκέστηκε στο να της κολλήσει τα σήματα και να αναλάβει την παραγωγή του αμαξώματος, μιας και ο κινητήρας θα ερχόταν έτοιμος από την scuderia. Για την νέα γενιά αποφασίστηκε μια επιστροφή στις ρίζες και στις μεγάλες διαστάσεις αλλά χωρίς να εγκαταλειφθεί η σπορ συμπεριφορά της Quattroporte IV, ο Pininfarina ανέλαβε το δύσκολο έργο και το τελικό αποτέλεσμα έλαβε εξαιρετικές κριτικές καθώς θύμιζε την πρώτη γενιά της θρυλικής λιμουζίνας χωρίς όμως να είναι ρετρό.


Αρχικά έπαιρνε κίνηση από ένα νέο V8 4,2 λίτρων και απόδοσης 400 ίππων και προσφερόταν και με ένα αυτόματο κιβώτιο της Ferrari με paddles στο τιμόνι, που όμως δέχτηκε πολύ σκληρή κριτική καθώς θεωρούταν πολύ απότομο για μια πολυτελή λιμουζίνα.
Το 2008, παράλληλα με μια ελαφρά αισθητική ανανέωση, το αυτόματο κιβώτιο αντικαταστάθηκε με ένα της ZF και παρουσιάστηκαν οι πιο σπορ εκδόσεις, S με υπερκυβισμένο κινητήρα 4,7 λίτρων και 430 ίππων αλλά και GTS με απόδοση 440 ίππων και πιο σπορ χαμηλή ανάρτηση και διάκοσμο με φιλέτα από carbon. Η νέα γενιά Quattroporte έμελλε να είναι και η πρώτη (και μοναδική) που θα είχε και αγωνιστική εκδοχή αφού 2 αυτοκίνητα προετοιμάστηκαν από την Ελβετική αγωνιστική ομάδα Swiss Team με την υποστήριξη του εργοστασίου για την συμμετοχή στην Ιταλική εκδοχή του DTM, V8 Superstars championship.
Η παραγωγή της Quattroporte V σταμάτησε το 2012 παράλληλα με την παρουσίαση της νέας Quattroporte VI (M156) .

Η τελευταία εκδοχή της μεγάλης λιμουζίνας αποτελεί μέρος του πλάνου για το επαναλανσάρισμα της Maserati παγκοσμίως και συνεχίζει επάξια την εξαιρετική πορεία της προηγούμενης γενιάς με εξαιρετικά νούμερα πωλήσεων (πάντα αναλογικά με τη δυναμική της φίρμας), κυρίως στην αγορά της Κίνας αλλά και στις ΗΠΑ όπου η Maserati είχε επιστρέψει με την Spyder, που βασιζόταν στην Coupe’ 4200.


Για πρώτη φορά είναι σχεδιασμένη in house από τον Lorenzo Ramaciotti, και κατασκευάζεται στις πρώην εγκαταστάσεις του Bertone στο Grugliasco ενώ μοιράζεται το πάτωμα, κάποιους κινητήρες και τις μπροστινές πόρτες με την μικρότερη Ghibli.
Διατίθεται με κινητήρες V6 Biturbo, βενζίνης 430 ίππων και, για πρώτη φορά στην ιστορία της Maserati, με ένα V6 Biturbo Diesel 275 ίππων. H κορυφαία έκδοση είναι η V8 Biturbo στην έκδοση GTS με 530 ίππων. Είναι επίσης και η πρώτη Maserati που διατίθεται με τετρακίνηση, αποκλειστικά με την έκδοση V6 των 430 ίππων.


Φημολογείται έντονα πως θα αποκτήσει και υβριδική plug in έκδοση στα μέσα του 2018, ενώ η επόμενη γενιά ενδέχεται να έχει και πλήρως ηλεκτρική εκδοχή για να ανταγωνιστεί την Tesla.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι για όποιον θέλει να μετακινείται με ξεχωριστό τρόπο και να ξεχωρίζει από την μάζα των S Class και Bentley, θα βρίσκει πάντα μια εξαιρετική εναλλακτική από την Maserati!

Νίκος Κουμπής 



Γεννήθηκα στην Ιταλία... τη μάνα μου την πήγαν στο μαιευτήριο με μια Alfasud, ο πατέρας μου οδηγούσε ένα 124 Sport και ένα 131 Mirafiori, ο αγαπημένος οικογενειακός φίλος είχε μια GTV6 και ένα Uno Turbo i.e. και έζησα το οικονομικό θαύμα της Ιταλίας με τις αμέτρητες 164, Thema και Croma να τρέχουν με 200+ στην Autostrada. Αν δεν γινόμουν αθεράπευτα ιταλόφιλος δεν ξέρω τι θα γινόμουν....


'Maserati Quattroporte – Η ιστορία μέχρι σήμερα….' has no comments

Be the first to comment this post!

Would you like to share your thoughts?

Your email address will not be published.

© Copyright TheItalianJob.gr | All Rights Reserved | Hosting by ComboWeb